- αναστρατοπεδευω
- ἀναστρατοπεδεύωἀνα-στρᾰτοπεδεύωсниматься с лагеря Polyb., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀναστρατοπεδεύουσι — ἀναστρατοπεδεύω move camp pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀναστρατοπεδεύω move camp pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστρατοπεδεύσοντας — ἀναστρατοπεδεύω move camp fut part act masc acc pl ἀ̱ναστρατοπεδεύσοντας , ἀναστρατοπεδεύω move camp futperf ind act masc acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστρατοπεδευσάμενος — ἀναστρατοπεδεύω move camp aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστρατοπεδεύειν — ἀναστρατοπεδεύω move camp pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστρατοπεδεύοιεν — ἀναστρατοπεδεύω move camp pres opt act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστρατοπεδεύσαντες — ἀναστρατοπεδεύω move camp aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστρατοπεδεύσας — ἀναστρατοπεδεύσᾱς , ἀναστρατοπεδεύω move camp aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)